- χελώνινος
- χελών-ινος, η, ον,A made of tortoise-shell, Edict.Diocl.16.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χελώνινος — ίνη, ον, Α κατασκευασμένος από όστρακο χελώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + κατάλ. ινος (πρβλ. ἐλεφάντ ινος)] … Dictionary of Greek